συγκεκινημένος
Смотреть что такое "συγκεκινημένος" в других словарях:
συγκεκινημένος — συγκεκῑνημένος , συγκινέω stir up perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκεκινημένος — συγκεκῑνημένος , συγκινέω stir up perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)